- ανίσκιωτος
- η , ο1) незатенённый, солнечный; 2) перен. непривлекательный, несимпатичный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανίσκιωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει σκιά, που τον βλέπει ο ήλιος: Εδώ ο τόπος είναι ανίσκιωτος· πώς θα ξεμεσημεριάσουμε; 2. αυτός που δεν είναι συμπαθής: Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει, γιατί ήταν τόσο ανίσκιωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανήσκιωτος — η, ο βλ. το ορθό ανίσκιωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)